σάχλα

σάχλα
η, Ν [σαχλός]
1. η ιδιότητα τού σαχλού
2. σαχλαμάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάχλα — η ό,τι προκαλεί αηδία, λόγος ανόητος, ανοστιά: Δεν αντέχει άλλο τις σάχλες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαχλαμπούχλα — και σαχλαμπούρδα, η, Ν μεγάλη σαχλαμάρα, παπαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχλα + μπούρδα. Το β συνθετικό μπούχλα αφομοιωτικά προς το σάχλα] …   Dictionary of Greek

  • σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… …   Dictionary of Greek

  • σάχλας — ο, Ν [σάχλα] σαχλαμάρας …   Dictionary of Greek

  • σαλιαρίζω — Ν [σαλιάρης] 1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ 2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά …   Dictionary of Greek

  • σαχλαμάρα — η πράξη ή λόγος ανόητος, σάχλα: Πρόσεξεμην κάνεις καμιά σαχλαμάρα πάλι. – Άσε τις σαχλαμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”